παλαιότητα

παλαιότητα
η (Α παλαιότης [παλαιός])
η ιδιότητα ή η κατάσταση τού παλαιού, ο απηρχαιωμένος χαρακτήρας («εἴτε παλαιότης εἴτε σαπρότης εἴτε ἡτισοῡν οὖσα», Πλατ.)
αρχ.
1. πάλιωμα, μπαγιάτεμα («παλαιότης ἄρτου», Δίων Κάσα)
2. η γεροντική ηλικία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παλαιότητα — η η κατάσταση του παλιού, η ηλικία, ο βαθμός φθοράς του παλιού πράγματος: Αν υπολογιστεί και η παλαιότητα του κτίσματος, η αξία του μειώνεται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παλαιότητα — παλαιότης age fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • обетъшаниѥ — ОБЕТЪШАНИ|Ѥ (4*), ˫А с. Ветхость, древность, негодность: Приходи(т) г(с)ь къ кр(с)тлю. да и самого ос҃тить. обетшанье адамле рекше грѣ(х) оч(с)тить. (τὴν παλαιότητα) ГБ XIV, 21в; пиша паве(л). ветхаго чл҃вка еже е(с) грѣха старости наше˫а. и… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • -τητα — της, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη * tāt (πρβλ. αρχ. ινδ. sarva tāt «ολότητα», αβεστ. haurva tāt «ολότητα», λατ. novi tās «νεότητα»). Τα θηλυκά σε της παράγονται,… …   Dictionary of Greek

  • Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • σαρωνίς — και σορωνίς, ίδος, ἡ, Α 1. πολύχρονη δρυς με εσωτερικό κοίλωμα, με κουφάλα 2. (κατά τον Ησύχ.) «σαρωνίδες πέτραι ἢ διὰ παλαιότητα κεχηνυῑαι δρύες». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Απίθανη φαίνεται η σύνδεση τής λ. με τον τ. που παραδίδει ο Ησύχιος… …   Dictionary of Greek

  • Λαρίσης, νομός — Διοικητική διαίρεση (5.555 τ. χλμ., 279.305 κάτ.) της περιφέρειας Θεσσαλίας, στο βορειοανατολικό της τμήμα. Συνορεύει στα Β με τους νομούς Πιερίας και Κοζάνης, στα Δ με τους νομούς Γρεβενών, Τρικάλων και Καρδίτσης, στα Ν με τους νομούς Φθιώτιδος… …   Dictionary of Greek

  • αρχαιότητα — η 1. η ιδιότητα του αρχαίου, η παλαιότητα: Για την αξία του αντικειμένου δεν έχει να κάνει μόνο η αρχαιότητά του, αλλά και η τέχνη του. 2. η αρχαία εποχή που αρχίζει από τα ιστορικά χρόνια και φτάνει ως το 476 μ.Χ. 3. προτεραιότητα σε επάγγελμα ή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”